- ράβομαι
- ράβομαι, ράφτηκα, ραμμένος βλ. πίν. 8
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
παραρράπτομαι — Α [ράπτω] παθ. 1. ράβομαι σαν κρόσι κατά μήκος μιας επιφάνειας, προσαρτώμαι κάπου με ραφή 2. (για επιδέσμους) ράβομαι πάνω σε κάτι … Dictionary of Greek
ράβω — ῥάπτω, ΝΜΑ, και ράφτω Ν συνάπτω, ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα με ραφή (α. «έραψε το τραύμα μου» β. «ἔντοσθεν διὰ βορίας ῥάψε θαμειάς», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. κατασκευάζω ένδυμα για άλλον («η μοδίστρα άρχισε να ράβει το φόρεμά μου») 2. αναθέτω σε … Dictionary of Greek
τρυπώνομαι — τρυπώνομαι, τρυπώθηκα, τρυπωμένος βλ. πίν. 4 Σημειώσεις: τρυπώνομαι : η παθητική φωνή χρησιμοποιείται σπάνια, μόνο με την έννοια → (για ρούχο) ράβομαι με τρύπωμα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής